σωματοφυλάκιον

σωματοφυλάκιον
σωμᾰτοφῠλᾰκ-ιον, τό,
A place where a body is guarded or kept, sepulchre, Luc. Cont.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωματοφυλάκιον — τὸ, Α 1. τάφος 2. σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φυλάκιον (< φύλαξ, ακος)] …   Dictionary of Greek

  • σωματοφυλάκια — σωματοφυλάκιον place where a body is guarded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”